- συμψηφίζονται
- συμψηφίζωreckon togetherpres ind mp 3rd plσυμψηφίζωreckon togetherpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek
κλίρινγκ — (clearing). Συμφωνία διακανονισμού των λογαριασμών χωρίς τη χρησιμοποίηση χρήματος, αλλά με τον αμοιβαίο συμψηφισμό των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τις βρετανικές τράπεζες κατά τα μέσα του 18ου αι. Οι… … Dictionary of Greek